- διαπάλη
- δια-πάλη, ἡ, gegenseitiger Kampf
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
διαπάλη — η πάλη, έντονος ανταγωνισμός με σκοπό την επικράτηση, τη νίκη: Μέσα μου γίνεται διαπάλη αγάπης και μίσους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαπάλη — η σκληρός και τραχύς αγώνας, έντονος ανταγωνισμός … Dictionary of Greek
διαπάλαις — διαπάλη hard struggle fem dat pl διαπά̱λαις , διαπάλλω brandish aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) διαπά̱λαις , διαπάλλω brandish aor opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμάχη — η (AM διαμάχη και διαμάχησις, εως) φιλονικία, διένεξη, διαπάλη αρχ. πόλεμος, αγώνας … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek